- διοικονομώ
- διοικονομῶ (-έω) (AM) [οικονομώ]κανονίζω, διευθετώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διοικονομῶ — διά οἰκονομέω manage as a house steward pres subj act 1st sg (attic epic doric) διά οἰκονομέω manage as a house steward pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιοικονομώ — έω, Α προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («χρὴ γὰρ οὗτως προδιοικονομεῑν ἑαυτὸν καὶ ἐθίζειν ἐν οἷς ἐγχειρίζεται», ΑΒ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διοικονομῶ «κανονίζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek
συνδιοικονομώ — έω, Α διευθετώ, κανονίζω κάτι από κοινού με άλλον («πᾱσαν αὐτῇ συνδιῳκονόμει τὴν ἐπικειμένην φροντίδα», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοικονομῶ «κανονίζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek